- ξεπουπούλιασμα
- το [ξεπουπουλιάζω]1. η αφαίρεση τών φτερών πτηνού, μάδημα2. ξεμάλλιασμα κατά τον καβγά3. απόκτηση φτερών4. οικονομική αφαίμαξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπουπούλιασμα — το, ατος 1. αφαίρεση πούπουλων πουλιού, μάδημα. 2. απόσπαση τριχών της κεφαλής, ξεμάλλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάδημα — το 1. το βγάλσιμο τριχών, φτερών, φύλλων κτλ., το ξεπουπούλιασμα. 2. μτφ., η αφαίρεση χρημάτων με επιτήδειο τρόπο: Ύστερα από τέτοιο μάδημα δε θα ξαναπάμε σ’ αυτό το μαγαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)